- αστράβωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει στραβώσει, ο ίσιος2. αυτός που δεν έχει τυφλωθεί3. εκείνος τον οποίο δεν έχουν στραβώσει οι δάσκαλοί του, όποιος έχει αποκτήσει αρκετές γνώσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστράβωτος — η, ο 1. (για ανθρώπους), αυτός που δε στραβώθηκε, δεν έχασε το φως του: Χάρη στο γιατρό μου έμεινα αστράβωτος από το ένα μάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)